Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μεταφέρω ως το σπίτι

  • 1 довезти

    довезти μεταφέρω (ως το τέρμα) я вас -у до... θα σας πάω μέχρι... \довезти до дому μεταφέρω ως το σπίτι
    * * *

    я вас довезу́ до... — θα σας πάω μέχρι…

    довезти́ до́ дому — μεταφέρω ως το σπίτι

    Русско-греческий словарь > довезти

  • 2 довозить

    довозить
    (до чего-л.) несов φέρνω ὠς, μεταφέρω ὡς (μέ μεταφορικό μέσο):
    \довозить до́ дому μεταφέρω ὡς τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > довозить

  • 3 утащить

    утащу, утащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утащенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ• κουβαλώ, μεταφέρω σέρνοντας. || μεταφέρω με δυσκολία.
    2. παίρνω μαζί μου αναχωρώντας. || παρασέρνω.
    3. κλέβω, βουτώ, παίρνω•

    у меня в автобусе -ли кошелк στο λεωφορείο μου πήραν το πορτοφόλι,

    (απλ.) σύρομαι, σέρνομαι, πηγαίνω με δυσκολία•

    с трудом -лся домой με δυσκολία πήγα στο σπίτι, σέρνοντας έφτασα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > утащить

  • 4 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 5 провозить

    провозить
    несов περνώ, μεταφέρω, κουβαλώ:
    \провозить контрабандой περνώ λαθραία· шофер провозит нас мимо дома ὁ σωφέρ μας περνάει δίπλα ἀπό τό σπίτι· \провозить лесом μεταφέρω περνώντας μέσα ἀπό τό δάσος.

    Русско-новогреческий словарь > провозить

  • 6 доставить

    -авлга, -авишь ρ.σ.μ.
    1. φέρω, μεταφέρω, κομίζω (στον προορισμό)•

    я на автомобиле -авлю вас домой θα σας μεταφέρω με το αυτοκίνητο στο σπίτι.

    || παραδίδω, εγχειρίζω. || εφοδιάζω, παρέχω• προσφέρω, δίνω•

    -сведения παρέχω πληροφορίες•

    он -ил мне м-сто αυτός μου πρόσφερε θέση (υπηρεσιακή).

    2. προξενώ, προκαλώ•

    доставить горе προξενώ θλίψη•

    удовольствие προξενώ ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > доставить

  • 7 домчать

    -чу, -чишь ρ.σ.
    1. μ. μεταφέρω ολοταχώς ως•

    лошади мигом -ли нас до дому τα άλογα με μια ανάσα μας πήγαν ως το σπίτι.

    2. βλ. домчаться.
    φτάνω ολοταχώς ως•

    Большой русско-греческий словарь > домчать

  • 8 затащить

    -тащу, -тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ,μ.
    1. σέρνω, σύρω, τραβώ•

    затащить мешок в сарай τραβώ το τσουβάλι στην αποθήκη.

    2. μεταφέρω μακριά•

    собака -ла туфли το σκυλί πήγε τα παπούτσια μακριά.

    3. μτφ. φέρω (με βία ή με παράκληση, πειθώ)•

    затащить к себе приятеля обедать φέρω με παρακάλια το φίλο να φάμε σπίτι μου»

    (απλ.) έρχομαι• πηγαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > затащить

  • 9 перекинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω• μεταρρίπτω. || μετακινώ, μετατοπίζω• μεταφέρω. || γυρίζω, ξεφυλλίζω•

    перекинуть страницы книги ξεφυλλίζω το βιβλίο.

    2. ρίχνω μακρύτερα.
    3. κατασκευάζω, φτιάχνω•

    перекинуть мост ρίχνω γέφυρα.

    4. μεταθέτω.
    5. (διαλκ.) ανατρέπω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω.
    1. ρίχνομαι, ρίπτομαι, μεταρρίπτομαι. || μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι περνώ•

    огонь -лся на соседний дом η φωτιά (πυρκαγιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω, περνώ, στρέφομαι αλλού (για συνομιλία κ.τ.τ.).
    2. κατασκευάζομαι•

    ночью -лся мост τη νύχτα ρίχτηκε η γέφυρα.

    3. λιποταχτώ περνώ με το μέρος του αντίπαλου.
    4. αλληλορίχτω. || παίζω χαρτιά•

    перекинуть в преферансик παίζω πρέφα.

    5. (διαλκ.) ανατρέπομαι, αναστρέφομαι, αναποδογυρίζω. || κάνω τούμπες.

    Большой русско-греческий словарь > перекинуть

  • 10 увести

    уведу уведшь, παρλθ. χρ. увл, увела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. уведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. уведя ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, οδηγώ, πηγαίνω•

    увести детей домой πηγαίνω τα παιδιά στο σπίτι.

    || βγάζω, οδηγώ•

    след увл меня далеко на реку τα ίχνη (ο τορός) με έβγαλε μακριά στο ποτάμι.

    || μτφ. αποσπώ, τραβώ, έλκω, παρασύρω•

    его образ увл моё воображение далеко в прошлое η μορφή του τράβηξε τη φαντασία μου μακριά στο παρελθόν.

    2. κλέβω, παίρνω•

    на днях -ли нашу корову αυτές τις μέρες μας πήραν τη αγελάδα μας.

    Большой русско-греческий словарь > увести

См. также в других словарях:

  • κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • μετακομίζω — (ΑM μετακομίζω) [κομίζω] μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, διακομίζω (α. «πρέπει να μετακομίσω τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο» β. «ἁρπάσασαι γὰρ τὸ ἄγαλμα αἱ τῆς ἑστίας ἱέρειαι παρθένοι διὰ μέσης τῆς ἱερᾱς ὁδοῡ εἰς τὴν τοῡ βασιλέως αὐλὴν… …   Dictionary of Greek

  • ανοικίζω — ἀνοικίζω (Α) [οικίζω] Ι. ενεργ. 1. καταργώ μια πόλη μεταφέροντας αλλού τους κατοίκους της 2. αποικίζω εκ νέου μια πόλη, εγκαθιστώ σ’ αυτή νέους κατοίκους II. (μέσ. κ. παθ.) 1. μετακομίζω, μεταφέρω το σπίτι μου στο εσωτερικό ή σε ψηλότερο μέρος… …   Dictionary of Greek

  • εκκομίζω — (AM ἐκκομίζω) 1. μεταφέρω, μετακομίζω 2. κηδεύω αρχ. 1. εξάγω 2. προφυλάσσω, διασώζω 3. μετοικώ 4. φέρνω στο σπίτι ή στην πατρίδα 5. υποφέρω ώς το τέλος 6. μέσ. παίρνω όσα μού οφείλουν …   Dictionary of Greek

  • ξεσέρνω — και ξεσούρνω 1. μετακινώ, μεταφέρω, μετατοπίζω κάτι σε άλλη θέση σέρνοντας το, σέρνω 2. μτφ. μεταθέτω, απομακρύνω 3. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, παραμερίζω («ξέσυρε και συ λίγο από το σπίτι») 4. ναυτ. σύρω τις άγκυρες 5. (για ποταμό) παρασύρω τα …   Dictionary of Greek

  • προσκομίζω — ΝΜΑ [κομίζω] 1. φέρνω κάτι προς κάποιον προσάγω (α. «οι υποψήφιοι πρέπει να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῑς Ἀχαιοῑς προσκομίζω τὴν πόλιν», Πλούτ.) 2. παρουσιάζω, εμφανίζω (α. «ο ενάγων δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο… …   Dictionary of Greek

  • εγκλίνω — μτβ. και αμτβ. 1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω. 2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι. 3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»